- στεατολυσία
- και στεατόλυση, η, Νβιολ. η λιπόλυση, η διάλυση και απορρόφηση τών λιπαρών ουσιών στον ζωικό οργανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatolysis (< στέαρ, -ατος + λύση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεατολυτικός — ή, ό, Ν [στεατολυσία] αυτός που διαλύει τις λιπαρές ουσίες … Dictionary of Greek